Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2007

Γέλιο μέχρι δακρύων...(στην κυριολεξία !)

Πριν διαβάσετε το παρακάτω κείμενο σας λέω οτι το παλικάρι που το έγραψε είναι πραγματικά ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟΣ και το χιούμορ του πηγαίο και καταιγιστικό! Κρατηθείτε...
Η Μαρία είναι μια κανονική κοπέλα με τα όλα της. Με τη δουλειά της ως γραμματέας, με τις φίλες της που την αγαπάνε, με το μια-φορά-την-εβδομάδα κομμωτήριό της, με το ροζ αυτοκινητάκι της, με το (σχεδόν) φυσικό ξανθό μαλλί της, με το γέρικο κανίς της που της έκανε δώρο ένας γκόμενος και που μαδάει τόσο πολύ που μπορείς να πλέξεις ένα πουλόβερ την ημέρα με το μαλλί του.

Σε μια φάση η Μαρία γνωρίζει το Θανάση. Ωραίο και καλό παιδί ο Θανάσης. Έκανε λίγο τη δύσκολη η Μαρία γιατί έτσι της είπανε να κάνει όταν κάποιος την ενδιαφέρει πραγματικά. Με τα πολλά, πέφτει η Μαρία, πάνε τις εκδρομούλες τους, κάνουνε τα σέξια τους. Δένονται. Σε μια φάση, ο Θανάσης αποφασίζει πως είναι καιρός να γνωρίσει στους γονείς του τη Μαρία, γιατί τα πράγματα σοβαρεύουν.

Η Μαρία ήθελε πολύ να κάνουν αυτό το μεγάλο βήμα αλλά ήταν διαρκώς αγχωμένη. Οι γονείς του Θανάση την καλέσανε σε δείπνο και όλη την εβδομάδα δεν μπορούσε να αποφασίσει τι να φορέσει για να κάνει την καλύτερη δυνατή εντύπωση. Ο Θανάσης ήταν από καλή οικογένεια και η Μαρία ήθελε να φανεί σοβαρή αλλά όχι και συντηρητική, όμορφη αλλά όχι τσουλάκι, αστεία αλλά όχι λαϊκή, έξυπνη αλλά όχι σνομπ.

Είχε πρήξει λοιπόν τον Θανάση. Και πώς είναι οι γονείς σου; Πού κάνουν συνήθως διακοπές; Τι ομάδα είναι ο πατέρας σου; Έχετε πισίνα στο σπίτι;

Έχοντας συμβουλευθεί τις φίλες της για το τι να βάλει, τι θέματα να συζητήσει για να κάνει καλή εντύπωση και τι θέματα να αποφύγει για να μην την παρεξηγήσουν, η Μαρία πλέον ένιωθε πως ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τους γονείς του Θανάση.

Έρχεται ο Θανάσης στις οκτώμισι, την παίρνει και την πάει στο σπίτι των γονιών του στον Άγιο Στέφανο. Μεγάλο σπίτι, μέσα στην πρασινάδα, νεόκτιστο μεν αλλά είχε μια αρχοντιά, με τα κρύσταλα, με τις βαριές κουρτίνες, με τα ξύλινα έπιπλα, με τα ψηλά ταβάνια.

Γνωρίζει τους γονείς του Θανάση και ήταν όλοι μέσα στα χαμόγελα. Ο πατέρας του Θανάση φάνηκε υπερήφανος που ο γιος του χτύπησε τόσο όμορφο γκομενάκι. Η μητέρα που ήταν πιο πολύ ψύρρα σε κάτι τέτοια, άρχισε τις ερωτήσεις, και η Μαρία τα πήγαινε μια χαρα.

Όταν ήταν έτοιμο το φαγητό για σερβίρισμα, η Μαρία ένιωσε τη φύση να την καλεί:

- Πού είναι το μπάνιο σας... για να πλύνω τα χέρια μου πριν το φαγητό;
- Μπορείς να πας εδώ κορίτσι μου, για να μην τρέχεις μέσα.

Και ο πατέρας την έστειλε στο μικρό μπάνιο, το οποίο είχε μόνο ένα νεροχύτη και μια ντουλάπα με καθαριστικά και σφουγγαρίστρες.

Με το πού μπήκε στο μπάνιο, η Μαρία έκανε ένα βήμα πίσω, γιατί ήθελε να κατουρήσει. Και ενώ το λογικότερο πράγμα που θα έπρεπε να κάνει ήταν να πει πως θα ήθελε να χρησιμοποιήσει και την τουαλέτα, αποφάσισε πως δεν άξιζε να ξαναγυρίσει στο τραπέζι και να ανακοινώσει μπροστά σε όλους πως εννοούσε πως ήθελε να κατουρήσει. Άλλωστε είχε καταχαρεί γιατί οι γονείς του Θανάση φαινόντουσαν κατενθουσιασμένοι μαζί της και δεν ήθελε να ψεγαδιάσει την πρώτη τους φορά με κάτι τόσο αστείο που οι γονείς του Θανάση θα λένε στα εγγόνια τους μετά από 20 χρόνια.

Οπότε βάζοντας το μυαλό της να δουλέψει στα γρήγορα, αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το νεροχύτη σαν τουαλέτα. Άλλωστε, όλα στην ίδια αποχέτευση καταλήγουν. Θα ρίξω και λίγο νερό και δε καταλάβουν τίποτα.

Για το εγχείρημα αυτό, και επειδή ήθελε να είναι πολύ προσεκτική, έβγαλε τελείως τη φούστα της και την άπλωσε μαζί με τις πετσέτες. Σήκωσε ψηλά τη μπλούζα της και την κράτησε με τα δόντια της από την άκρη. Γύρισε την πλάτη της στο νεροχύτη και άρχισε να τον σκαρφαλώνει με την όπισθεν.

Το τελευταίο πράγμα που θυμάται ήταν την ανακούφιση τη στιγμή που άρχισε να κατουράει.

-o-

Οι γονείς του Θανάση, ο Θανάσης, η αδερφή του Θανάση, ο άνδρας της αδερφής του Θανάση και η οικιακή βοηθός (η οποία κανονικά τα βράδια εξαφανιζόταν, αλλά έχε χάρη που σήμερα ήταν σημαντική μέρα για την οικογένεια και έμεινε λόγω της Μαρίας) ήταν όλοι στην τραπεζαρία όταν ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος από το μικρό μπάνιο.

Η συζήτηση σταμάτησε, όλοι πάγωσαν και κοιταχτήκανε μεταξύ τους. Ο Θανάσης πετάχτηκε πρώτος να πάει να δει τι ήταν αυτός ο θόρυβος. Ακολούθησε η μητέρα του που ανησύχησε τρομερά γιατί δεν έχει ξανακούσει τέτοιο πάταγο μέσα στο σπίτι. Ο πατέρας του, ενώ συνήθως κρατάει μια διακριτική απόσταση, είδε πως μάλλον θα τον χαρακτηρίζανε ανεύθυνο αν δεν έδειχνε λίγο ενδιαφέρον και έτσι ακολούθησε. Τέλος η αδερφή και ο άνδρας της, ακολουθήσανε για να μην μείνουνε μόνοι στο τραπέζι. Και η οικιακή βοηθός πήγε για να δει αν χρειάζονται κάτι, γιατί όταν κάτι σπάει, αυτή τα μαζεύει.

Ο Θανάσης φώναξε το όνομα της Μαρίας έξω από το μπάνιο, αλλά απάντηση δεν πήρε. Μπρατσωμένος όπως ήταν, έδωσε μία και έσπασε την πόρτα (είναι πιο εύκολο από ότι φαίνεται, μάθαμε αργότερα). Εγώ δεν παίρνω όρκο πως την έσπασε με την πρώτη, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα.

Το θέμα είναι στο θέαμα.

Ανοίγοντας την πόρτα ο Θανάσης βρίσκει μια Μαρία αναίσθητη και πεσμένη μπρούμυτα στο πάτωμα χωρίς φούστα, χωρίς κυλοτάκι, και με τη μπλούζα της μαζεμένη στο σβέρκο της και με γρατζουνιές, κοψίματα και αίματα σε όλο της το σώμα.

Κάτω από τη Μαρία, ένας νεροχύτης σπασμένος σε δύο μεγάλα κομμάτια και πολλά πολλά μικρότερα κομματάκια. Και δίπλα στο νεροχύτη μια μικρή λιμνούλα από ούρα.

Μέσα στο πανικό, όλοι είδαν φυσικά το θέαμα. Καλέσανε το ασθενοφόρο, συνεφέρανε τη Μαρία και μάθανε πως τελικά τα σενάρια που βγάλανε (χωρίς να το πούνε στο Θανάση) περί του ότι ίσως η κοπέλα να ήθελε να πλύνει τον κώλο της πριν το φαγητό ή πως ίσως να ήθελε να εκτονωθεί σεξουαλικά ήταν λίγο τραβηγμένα. Όχι πως δεν τους φάνηκε κάπως η ιστορία που μάθανε από το Θανάση για το τι πραγματικά έγινε, αλλά δεν δώσανε συνέχεια.

Ευχηθήκανε περαστικά στη Μαρία μέσω του Θανάση, γιατί η Μαρία κόντευε να πεθάνει από τη ντροπή της και δεν ήθελε να δει κανέναν, και φύγανε.

Το θέμα φυσικά ήταν το ανέκδοτο του μήνα στην παρέα του Θανάση, της Μαρίας, στο κομμωτήριο της μαμάς, της εταιρίας που είχε ο πατέρας, του ορόφου που δούλευε η αδερφή και όλων των πελατών που είχε ο άνδρας της αδερφής στο φαρμακείο (γιατί πλέον πάλιωσαν τα αστεία για αυτούς που αγοράζουν Viagra και Cialis).

Και πολύ πιθανόν να ήταν και το ανέκδοτο και όλων των νότιων Φιλιππίνων, κρίνοντας από το ότι η οικιακή βοηθός δεν είναι γνωστή για την εχεμύθειά της με το μισθό που παίρνει.

-ο-

Όταν το θέμα έκλεισε, τα ράμματα της Μαρίας βγήκαν και τα αστεία στην παρέα της μπαγιατέψανε, ο Θανάσης είπε στη Μαρία πως πρέπει οπωσδήποτε κάποια στιγμή (δεν είπε το παιδί και αύριο) να την ξαναπάει στους γονείς του, οι οποίοι φυσικά είναι άνθρωποι με κατανόηση και ούτως ή άλλως από καιρό θέλανε να τον ξεφορτωθούνε αυτό τον νιπτήρα γιατί τους χαλούσε την αισθητική. Η Μαρία αναρωτήθηκε προς στιγμήν πώς γίνεται να τους χαλούσε ο νιπτήρας όταν είχανε μια κακόγουστη ντουλάπα με σφουγγαρίστες στο μπάνιο των καλεσμένων, αλλά είπε να μην πει τίποτα.

Η Μαρία ήταν ανένδοτη... στην αρχή. Μετά από 6 μήνες όμως και αφού είχε μιλήσει μια φορά με τη μητέρα του Θανάση στο τηλέφωνο, άλλαξε γνώμη. Το τηλεφώνημα των δύο λεπτών ήταν απλά μια προσέγγιση της μητέρας προς τη Μαρία για να ξαναμιλήσουνε με κάποια άλλη αφορμή. Και έτσι όταν η μητέρα πήρε ένα μωρό κανίς, τηλέφωνησε στον Θανάση όταν ήξερε πως θα ήταν μαζί του η Μαρία για να ρωτήσει τι να το ταΐζει. Φυσικά, ήταν και ο Θανάσης μέσα στο κόλπο, αφού ήθελε να αρχίσουνε να ξαναμιλάνε τα δυο μέτωπα. Της Μαρίας της φάνηκε λίγο περίεργο το ότι πήρανε κοτζάμ κανίς και δεν ξέρανε τι να το ταΐζουνε (τι στο διάολο, διαφημίσεις δεν βλέπουνε σ' αυτό το σπίτι;), αλλά και πάλι τήρησε σιγή ιχθύος.

Η Μαρία, τώρα που είχε περάσει καιρός και πήρε θάρρος καθώς η μητέρα του Θανάση δεν αναφέρθηκε στο επισόδειο, είπε πως πρέπει όντως να κάνει μια προσπάθεια γιατί ο Θανάσης είναι πολύ καλό παιδί και δεν είναι δυνατόν να μην προχωρήσει η σχέση τους για κάτι τόσο χαζό.

Φυσικά αυτή τη φορά, το πρόβλημά της δεν ήταν τι θα φορέσει και τι θα πρέπει να πει. Φόρεσε το αγαπημένο της τζινάκι. Δεν είχε λόγο να φορέσει κάτι παραπάνω από casual για να δείξει πως είναι όμορφη, αφού η μόνη στην οικογένεια που δεν την είχε δει γυμνή ήταν η Φιλιππινέζα. Και γι αυτήν ακόμη δεν ήταν ιδιαίτερα σίγουρη, παρόλο που ο Θανάσης τη διαβεβαιώσε πως "δεν είδε κανείς τίποτα, σε έντυσα πριν σε δούνε".

Από το άγχος της, και προκειμένου να μην ξανασυμβεί τίποτα τέτοιο, η Μαρία πήγε 6 φορές για κατούρημα πριν έρθει ο Θανάσης να την πάρει και απεύφεγε να πίνει υγρά όλη τη μέρα. Αν καείς στο χυλό, φυσάς και το γιαούρτι.

Αντί για συγγνώμη, προκειμένου να μην αναφερθεί κανείς στο συμβάν με το νεροχύτη, η Μαρία έφτιαξε μια σπιτική μηλόπιτα, γλυκό το οποίο ήταν το αγαπημένο του μπαμπά. Και φρόντισε να το φτιάξει όπως της είπε ο Θανάσης, με μπόλικη άχνη ζάχαρη και ώριμα μήλα, για να το εκτιμήσει και η μητέρα του.

Ένας Θεός ξέρει τι τρακ είχε η Μαρία όταν ξαναπήγε στο σπίτι των γονιών του Θανάση. Αυτή τη φορά, για κάτι πιο ελαφρύ από δείπνο, απλά κανονίσανε να βρεθούνε για να γιορτάσουνε τον πρώτο χρόνο της επιτυχούς λειτουργίας του φαρμακείου του Θανάση. Στην πραγματικότητα, το φαρμακείο είχε μπει μέσα (και το ξέρανε όλοι), αλλά καμιά φορά είναι καλό να κάνουμε τα στραβά μάτια για να πετύχουμε κάποιο ανώτερο στόχο.

Η πόρτα άνοιξε, τους γονείς τους ξαναχαιρέτησε και όπως διαπίστωσε, δεν ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Προσέφερε τη μηλόπιτα, ο πατέρας έκανε ένα αστείο στο Θανάση για το ότι παίρνει κοπέλα για σπίτι (εκεί όλοι σίγουρα φάγανε μια φλασιά με το συμβάν του νεροχύτη, αλλά κανείς δεν είπε τίποτα) και πήγανε οι μεν γυναίκες στην κουζίνα για να φέρουνε τα γλυκά και οι μεν άνδρες στο σαλόνι για να τα πούνε.

Η Μαρία ένιωθε πολύ άβολα που ξαναρχόταν στο σπίτι και ενώ έκανε μηχανικά διάλογο με τη μητέρα του Θανάση, άρχισε να αγχώνεται για το τι μπορεί να συμβεί. Το άγχος της μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο, ιδιαίτερα τώρα που ο Θανάσης ήταν σε άλλο δωμάτιο και ένιωσε ξαφνικά την ανάγκη να πάει να καθίσει δίπλα του για να νιώσει καλύτερα.

Ζήτησε βιαστικά συγγνώμη από τη μητέρα του, έτρεξε στο σαλόνι και έκατσε βιαστικά και ατσούμπαλα δίπλα του στον καναπέ, νιώθοντας αμέσως λίγο καλύτερα που ήταν κοντά του, άσχετα με το ότι έβρισκε τον καναπέ λίγο άβολο και σκληρό.

Δεν είχε περάσει ένα δευτερόλεπτο (αν και της φάνηκε παραπάνω) όταν συνειδητοποίησε πως πατέρας και γιος την κοιτούσανε με τρόμο στα μάτια τους. Άρχισε να σκέφτεται μέσα σε δέκατα δευτερολέπτα και να επεξεργάζεται τις κινήσεις της, προσπαθώντας να δει μην έριξε κάνα βάζο μπαίνοντας στο σαλόνι.

Και τότε συνειδητοποίησε πως τη στιγμή που κάθισε στον καναπέ, σαν κάτι να ακούστηκε. Πέταχτηκε από τη θέση της και είδε γιατί το μαξιλαράκι δεν ήταν τόσο άνετο.

Και ο λόγος ήταν πως το μαξιλαράκι ήταν ο Γούντυ, το δύο μηνών κανισάκι, το οποίο τη στγμή που το χάιδευε ο Θανάσης, βρήκε τα 60 κιλά της Μαρίας να είναι πολλά για τα γούστα του και έσκασε το ζωντανό.

Ήταν πλέον επίσημο: Η Μαρία είναι γκαντέμω.

Επισκεφθείτε το blog του...
Πηγή : georgeisyourman.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: